(Παραμύθιον Σενδόνιν Δια Μικρούς Κε Δια Βλαμένους)
Μιά φορά κε ένα καιρό, η Λογοκρισοσκουφίτσα ξεκίνησε , είς το πυκνόν Δάσος Του Ιστολογίου να πάει στην κατάκοπην Μετά-Το-Αλτσχάιμερ-Γιαγιάκα, μιά πίτα φτιαγμένη από φρεσκότατα σπιτικά χάπια. «Κε να προσέξης μην συναντήσης τον Κακό Κακό Λύκο», της είπε η Μητέρα δίνοντας της να φορέση μιά κάπα που είχε κεντήση από αγνές φρέσκες μηνύσεις.«Μην φοβάστε, Μητέρα. Πήτε μου μόνο: Εαν τον συναντήσω, πώς θα το εγνωρίσω; «Θα ρωτήσεις αν διαθέτη ονοματεπώνυμο. Μόνο αν δεν έχει είναι επικίνδυνος, κόρην μου»,του απάντησε η Μητέρα.
Ξεκινώντας, το λοιπόν, εσυνάντησε δυο ζώα που δεν είχε ματαξαναδεί.. Ένα ψηλόν κε ένα κοντόν. «Καλημέρα, Λογοκρισοσκουφίτα, που πάς;»
«Καλημέρα σας. Είναι κανείς από τους δυό σας ο Κακός Κακός Λύκος;»
«Οχ» είπε το κοντό ζωο « εμένα με λένε Μικη Ανδρογκούφη.»
«Και εγώ, είμαι ο Θανάσης Δεληβέγγος» απάντησε ο ψηλός που δεν ήτω κε πού ψηλός τελικά, απλώς στέκουσι δίπλα είς τον Μίκη Ανδρογκούφη που εκ σωματοτύπου υφίστατο πολύ πολύ κοντός.«Πάω στην ξεμωραμένη γιαγιάκα μου να μου δωσει κανένα ψιλό δια την πρέζα μου,»
Ποιό κάτω όμως, εσυνάντησε κάτι που έμοιαζε πολύ με λύκον. Είχε κοφτερά δόντια, μεγάλα μάτια κε στόμα κε πούλαγε βιβλία. «Καλημέρα σας, κύριε. Είσθε ο Κακος Κακός Λύκος;»
« Οχι δεν είμαι λύκος» αποκρίθηκε εκείνος δυνατά κε ελληνικά. «Είμαι ενας Λιάκος κε κάνω την νυχτερινή μου προπαγάνδα είς το διαδύκτιον.»
«Τότε, συγνώμη που διέκοψα το θεάρεστον έργον σας» είπε ευγενικά η Λογοκρισοσκουφίτσα κε συνέχισε τον δρόμο της.
«Και καθώς προσχωρησούσι όλο κε περισσότερο είς τα ενδότερα. διαπιστώνη πώς εχάθει. Εκείνη την στιγμήν πετάχτηκε επροσθέν της ένα περιέργον ζώον που δεν μπορούσε να προσδιορίση. «Καλημέρα , περίεργον απροσδιόριστον ζώον», του είπε.
«Που βλέπεις την καλοσύνην» ερώτησε το περιέργον απροσδιόριστον ζώον.
«Μα είς τον ευγενή διάλογον μέσα στα όρια που μπορεί να υπάρχη είς το Δάσος του Ιστολογίου.».
«Λές βλακείες. Ποιος ορίζει ποιά τα όρια στον λόγον; Εσύ; Εσύ μας λές πως είναι μέρα. Δεν βλέπης ότι είναι νύκτα; Είσαι γκαβή;»
«Κύριε είσθε αυθαδης! Δεν γνωρίζω κάν ποιός είσθε!»
«Πώς θα μπορούσες άλλωστε, εφόσον ακολουθείς το Δρομάκι της Ανωνυμίας, βρε ηλίθιο κακομαθημένο;»
«Σας παρακαλώ, είπε εκείνη. Αν συνεχισθεί η προσβολή σας θα αναγκασθώ να σας στείλω είς τα δικαστήριαν.Ποιός είσθε;»
«Ονομάζομαι Κακός Κακός Λύκος κε όσο είμαι ανώνυμος, δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα.»
«Αυτό θα το ειδούμε» , είπε η Λογοκρισοσκουφίτσα .
Άνοιξε το μεγάλο της στόμα.και με μία χαψία έκαμε μαμ τον Κακό Κακό Λύκο! Επειτα εσκουπίσθει προσεκτικώς με την κάπα από κεντημένες μηνύσεις κε άκουσε τον Κακό Κακό Λύκο να μιλά από την κοιλιακή της χώραν:
«Γιατί το εκανες αυτό; Δεν πάει έτσι το παραμύθι!»
«Το παραμύθι είναι δικό μου κε θα κανω ότι θέλω! Κε αν κερδίσω την μηνυση θα πάρω όλα τα λέφτα κε θα αγορασω την δόση που χρειάζομαι. »
«Μπορεί να με έφαγες κακούργα, αλλά θα αργήσεις να με χωνέψεις! Κε αυτό δεν είναι κατάρα, μήτε απειλή.»
«Θα σε χωνέψω κε θα σου σβήσω όλα τα σχόλια!» είπε εκείνη.
Αλλά πρίν προλάβει να κάνη ότιδήποτε άλλο πεύτει χαμω από την βαρυστομαχιά, να κοιμηθεί.
Τότε ο Κακός Κακός Λύκος που δεν είχε ακόμα χωνευτεί, βγαίνει από την κοιλιακή της χώραν κε της κόβει τα λαιμά. Χαρούμενος γδέρνει το τομαρί της το βάζει στην ράχη του, ξεκινώντας γιά την Μετά-Το-Αλτσχάιμερ-Γιαγιάκα κε ζησαμε εμείς καλά και αυτός καλύτερα.
Τελος
του Dr.Φλάντζα